- προσυλάκτησις
- -ήσεως, ἡ, Α [προσυλακτῶ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυλακτῶ*2. μτφ. ονειδισμός, προσβολή, συκοφαντία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυλακτήσεως — προσυλακτήσεω̆ς , προσυλάκτησις carping fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)